top of page
Search

Αυτοτελείς ισχυρισμοί

Updated: Dec 8, 2020

Αυτοτελείς ισχυρισμοί και αιτιολογία τους στην ποινική διαδικασία



Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων, παρουσιάζουν και οι λεγόμενοι «αυτοτελείς ισχυρισμοί». Η έννοια του αυτοτελούς ισχυρισμού, δεν αναφέρεται πουθενά στον ΚΠΔ. Είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, νομολογιακή (αστικογενής) κατασκευή. Σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ 2 του ΚΠΔ, αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που του παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο του αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί, επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Σύμφωνα με το 333 παρ 2 του ΚΠΔ, που έλκει την καταγωγή του από το αστικό δικονομικό δίκαιο, ο διευθύνων τη συζήτηση στο ακροατήριο, δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, για να αγορεύσουν ή όταν το ζητήσουν για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση. Σε αυτές τις διατάξεις στηρίχτηκε το Ακυρωτικό για να διαπλάσει την έννοια των αυτοτελών ισχυρισμών.


1. Έννοια και τρόπος προβολής των αυτοτελών ισχυρισμών

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΑΠ, αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Με τον αυτοτελή ισχυρισμό, προτείνεται ένα πραγματικό περιστατικό, που αν υπαχθεί στον οικείο ουσιαστικό ή δικονομικό κανόνα δικαίου, έχει ως συνέπεια την κατάλυση ή αποδυνάμωση (μείωση) κάποιου από τα στοιχεία της έννοιας του εγκλήματος (14 ΠΚ). Αυτοτελείς ισχυρισμοί κατά την παραπάνω έννοια έχουν κριθεί για παράδειγμα:

  • ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του για αναγνώριση ελαφρυντικού του 84 παρ 2 του ΠΚ, διότι τείνει στη μείωση της ποινής (83 ΠΚ),

  • ο ισχυρισμός περί εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ 3 του νόμου περί επιταγής,

  • ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης,

  • ο ισχυρισμός για συνδρομή κατάστασης ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό,

  • ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για παραβάσεις του Ν.4139/2013 (ναρκωτικά) ή του συνηγόρου του, ότι συντέλεσε με δική του πρωτοβουλία στην εξάρθρωση συμμορίας διακίνησης ναρκωτικών, διότι συνιστά ελαφρυντική περίσταση,

  • ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για παραβάσεις του Ν.4139/2013 (ναρκωτικά) ή του συνηγόρου του, ότι απέκτησε την έξη της χρήσης ναρκωτικών και την οποία δεν μπορεί να αποβάλει με δικές του δυνάμεις, αφού έχει ως συνέπεια την ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη.

Αντιθέτως, δεν θεωρείται «αυτοτελής», ο ισχυρισμός περί μη στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αρνητικός της κατηγορίας και συνεπώς το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να απαντήσει αιτιολογημένα. Δεν είναι επίσης αυτοτελής ισχυρισμός και συνεπώς το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του, το «απλό υπερασπιστικό επιχείρημα».

Η υποχρέωση αιτιολογημένης απάντησης στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου πηγάζει από το δικαίωμα ακροάσεως (άρθρο 20 παρ. 1 Σ). Ο αυτοτελής ισχυρισμός όμως, θεμελιώνει την υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει αιτιολογημένα, μόνο όταν αποδεικνύεται η προβολή του από τα πρακτικά της δίκης, όταν προβλήθηκε και αναπτύχθηκε προφορικά και μόνο όταν έχει σαφές και συγκεκριμένο περιεχόμενο («προβολή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο»). Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, της καταγραφής δηλαδή στα πρακτικά και της προφορικής ανάπτυξης είναι σωστές. Γιατί – ως προς την πρώτη – πώς αλλιώς θα απαντήσει ο δικαστής αιτιολογημένα, αν από πουθενά δεν προκύπτει η προβολή του ισχυρισμού του κατηγορουμένου; Η δεύτερη πάλι προϋπόθεση της προφορικής ανάπτυξης, είναι σύμφυτη με τις θεμελιώδεις αρχές της προφορικότητας και της αμεσότητας, που διέπουν την ποινική δίκη. Είναι συνήθης η πρακτική των συνηγόρων υπεράσπισης να δίνουν γραπτό κείμενο του αυτοτελούς ισχυρισμού στο γραμματέα του δικαστηρίου και έπειτα να τον αναπτύσσουν προφορικά στο δικαστήριο. Έτσι διευκολύνεται ο γραμματέας, «κατοχυρώνεται» ο συνήγορος ότι θα γραφτούν στα πρακτικά αυτά που πράγματι είπε και υποχρεώνεται ο δικαστής να απαντήσει στον ισχυρισμό, όπως αυτός προβλήθηκε. Πρέπει να προκύπτει όμως από τα πρακτικά, ότι ο ισχυρισμός αναπτύχθηκε και προφορικά. Για να είναι καλυμμένοι οι συνήγοροι, λένε περίπου τα εξής: «Προβάλλω τον εξής αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο καταθέτω γραπτά και παρακαλώ να γραφεί στα πρακτικά ότι τον αναπτύσσω και προφορικά». Αν γραφτεί στα πρακτικά ότι ο ισχυρισμός αναπτύχθηκε προφορικά, είναι άσχετο τι πραγματικά ειπώθηκε, αφού συνήθως ο γραμματέας αντιγράφει στα πρακτικά το γραπτό κείμενο που έλαβε από τον συνήγορο.


2. Συνέπειες προβολής αυτοτελούς ισχυρισμού

Από τα παραπάνω, έγινε κατανοητό ότι το δικαστήριο οφείλει να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, που προβλήθηκαν σαφώς και ορισμένα. Αντίθετα, δεν έχει υποχρέωση αιτιολογημένης απόρριψης – απάντησης στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που δεν προβλήθηκαν σαφώς και ορισμένα, στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς (ακόμα και αν αυτοί προβλήθηκαν σαφώς και ορισμένα) και στα διάφορα («απλά») υπερασπιστικά επιχειρήματα του κατηγορουμένου. Το αν είναι αυτή η πρακτική αυτή ορθή, θα αναλυθεί παρακάτω.

Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί ορισμένα κλπ το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει αιτιολογημένα. Αν η απόρριψή του δεν συνοδεύεται από ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ’ του ΚΠΔ. Αν όμως το δικαστήριο της ουσίας δεν απαντήσει καθόλου στον αυτοτελή ισχυρισμό (απόρριψη σιγή), ιδρύεται και ο αναιρετικός λόγος του 510 παρ. 1 περ. Β’ του ΚΠΔ, για έλλειψη ακροάσεως (άρθρο 172 παρ. 2 ΚΠΔ).


3. Αυτοτελείς ισχυρισμοί και πολιτική δικονομία

Είναι φανερή, στην περίπτωση των αυτοτελών ισχυρισμών, μια «αστικο-δικονομική προδιάθεση» των δικαστών, αφού η δέσμευση του δικαστή από τα αιτήματα των διαδίκων είναι χαρακτηριστικό της πολιτικής δίκης. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί στην ποινική δίκη θυμίζουν τις ενστάσεις στην πολιτική δίκη. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί –όπως και οι ενστάσεις στην αστική δίκη- πρέπει να προβληθούν από τον κατηγορούμενο. Πρέπει μάλιστα να προβληθούν παραδεκτώς, δηλαδή σαφώς και συγκεκριμένα, κατά τον τρόπο που οι ενστάσεις πρέπει να είναι ορισμένες. Φαίνεται σαν να έχουμε μια αντιστροφή του βάρους απόδειξης, και ξαφνικά το βάρος απόδειξης των περιστατικών που στηρίζουν τον ισχυρισμό, έχει (πρακτικά) ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Η διάκριση του αυτοτελούς ισχυρισμού από την άρνηση της κατηγορίας, είναι επίσης αστικοδικονομικής προελεύσεως.

Αυτή η νοοτροπία ήταν περίπου φυσικό να εμφιλοχωρήσει και στην ποινική δίκη, τη στιγμή που οι ίδιοι δικαστές δικάζουν και τις αστικές και τις ποινικές υποθέσεις. Είναι επίσης αλήθεια, ότι η πρακτική αυτή παρουσιάζει κάποια πλεονεκτήματα για τους δικαστές, διότι ο επιφορτισμένος με τεράστιο αριθμό υποθέσεων δικαστής, γνωρίζει πώς ακριβώς να αιτιολογήσει την απόφασή του. Επίσης, η αναιρετική διαδικασία γίνεται σαφής και προβλέψιμη και τέλος περιορίζεται ο αριθμός των αναιρούμενων αποφάσεων χωρίς αντιφατικές αποφάσεις. Παρά τα πλεονεκτήματά της όμως, η παραπάνω πρακτική των αυτοτελών ισχυρισμών είναι κατά την άποψή μου λανθασμένη και παντελώς ξένη με τη φύση, το χαρακτήρα και τους σκοπούς της ποινικής δίκης.

4. Ποινική δίκη και «ανακριτική αρχή»

Στην ποινική δίκη ισχύει η λεγόμενη «ανακριτική αρχή». Σύμφωνα με την αρχή αυτή, για την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, που είναι και το ζητούμενο σε κάθε ποινική δίκη, η ευθύνη για τη συλλογή και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού βαρύνει αποκλειστικά και αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο (και την εισαγγελική αρχή). Η παραπάνω υποχρέωση του δικαστηρίου αφορά όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, δηλαδή τόσο τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, όσο και τους λόγους που αίρουν το άδικο, τον καταλογισμό, τους λόγους εξάλειψης του αξιοποίνου, μείωσης της ποινής κλπ. Είναι αυτονόητο, ότι το δικαστήριο δεν υποχρεούται να αιτιολογεί αρνητικά την ανυπαρξία τέτοιων λόγων, όταν δεν δίνεται καμία αφορμή για την ύπαρξή τους, είτε από το αποδεικτικό υλικό, είτε από ισχυρισμό του κατηγορουμένου.

Από τη μία λοιπόν, ο ποινικός δικαστής αναζητά αυτεπάγγελτα την ουσιαστική αλήθεια, από την άλλη ο κατηγορούμενος έχει παράλληλα τη δυνατότητα να προτείνει ισχυρισμούς κατά τα 171 παρ 2 και 333 παρ 2 του ΚΠΔ που, είτε νομικά καταλύουν την κατηγορία, είτε φωτίζουν πλευρές της υπόθεσης, είτε απλά βοηθούν στην υπεράσπισή του. Ο κατηγορούμενος λοιπόν συμμετέχει ενεργά στην ποινική διαδικασία, προτείνοντας ισχυρισμούς, όμως, έχει «μόνο το βάρος προτάσεως των ισχυρισμών και όχι το βάρος απόδειξής τους». Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί λοιπόν, αποτελούν ισχυρό υπερασπιστικό όπλο στα χέρια του κατηγορούμενου, ο οποίος είναι υποκείμενο της ποινικής δίκης, έχοντας τη δυνατότητα επηρεασμού της δικαστικής κρίσης. Η έννοιά τους όμως, που έχει διαπλαστεί με τα χρόνια από τη νομολογία, είναι πολύ περιοριστική και οι προϋποθέσεις προβολής τους τέτοιες, που είναι ανάγκη να ερευνηθεί αν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί και η υποχρέωση αιτιολογίας της απόρριψης μόνο αυτών και όχι άλλων ισχυρισμών, είναι συμβατοί με τη φύση της ποινικής δίκης και την έννοια της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.


5. Αυτοτελείς ισχυρισμοί, άρνηση της κατηγορίας και υπερασπιστικοί ισχυρισμοί

Η απόρριψη ενός αυτοτελούς ισχυρισμού πρέπει να συνοδεύεται από ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αντίθετα, όπως προειπώθηκε, η απόρριψη αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών και υπερασπιστικών επιχειρημάτων μπορεί να γίνει και σιωπηρά, με την απόφαση για την ενοχή του κατηγορουμένου.

Ο αυτοτελής ισχυρισμός, στηριζόμενος σε νομικά στοιχεία, καταλύει ή μειώνει τα στοιχεία του 14 ΠΚ. Με την άρνηση της κατηγορίας, αμφισβητείται η ουσιαστική υπόσταση της κατηγορίας και δεν προτείνεται δικαίωμα που παρέχεται ρητά από το νόμο κατά το άρθρο 171 παρ 2. Το πραγματικό επιχείρημα, που αποτελεί εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων της ποινικής δίκης για την απόκρουση από τον κατηγορούμενο της κατηγορίας, δεν έχει ούτε αυτό, τα στοιχεία του 171 παρ 2.

Η Καϊάφα – Γκμπάντι (στηριζόμενη σε αποφάσεις του ΑΠ) προτείνει τη διεύρυνση της έννοιας των αυτοτελών ισχυρισμών, ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτούς και οι ισχυρισμοί που αμφισβητούν (νομικώς) την ύπαρξη στοιχείων της υποκειμενικής ή αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Παρόλα αυτά δέχεται το διαχωρισμό των αυτοτελών ισχυρισμών και των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών και κατ’ επέκταση τη διαφορετική δικονομική τους μεταχείριση.

Αναμφισβήτητα, η απλή άρνηση της κατηγορίας, του τύπου «είμαι αθώος», χωρίς δηλαδή περαιτέρω στήριξη με αποδείξεις ή επιχειρήματα, μπορεί να απορρίπτεται αναιτιολόγητα. Αν ο δικαστής αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του περί ενοχής, δεν είναι ανάγκη να επεκταθεί και στην απόρριψη του παραπάνω ισχυρισμού. Τι γίνεται όμως όταν ο κατηγορούμενος αρνείται αιτιολογημένα την κατηγορία, εμπλουτίζοντας τον ισχυρισμό του με αποδεικτικά στοιχεία και πραγματικά επιχειρήματα; Ο ισχυρισμός περί άλλοθι, για παράδειγμα, δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας. Σύμφωνα λοιπόν με την κατασκευή των αυτοτελών ισχυρισμών, ο δικαστής δεν είναι υποχρεωμένος να απαντήσει αιτιολογημένα στον ισχυρισμό κατηγορουμένου ότι πχ βρισκόταν στο εξωτερικό κατά την τέλεση του εγκλήματος, αλλά αρκεί να πει ότι, από τις αποδείξεις γενικά, πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος. Αυτή όμως η πρακτική, δεν ικανοποιεί ούτε στο ελάχιστο το αίτημα, κατ’ άρθρον 93 παρ 3 Σ, για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Διότι δεν είναι λογικό, όπως σωστά παρατηρεί ο Ανδρουλάκης, να επιβάλλεται το έλασσον (πχ αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού για αναγνώριση ελαφρυντικού) και να μην επιβάλλεται το μείζον (πχ αιτιολογημένη απάντηση στην αιτιολογημένη άρνηση της κατηγορίας).

Το ίδιο ισχύει κατά τη γνώμη μου και για ένα υπερασπιστικό επιχείρημα που αφορά την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αποδείξεων. Αν και δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, θα πρέπει πάλι ο δικαστής να αιτιολογήσει γιατί εκτίμησε και αξιολόγησε τις αποδείξεις έτσι και όχι με άλλο τρόπο. Με τη θετική αιτιολόγηση της καταδίκης, δεν καλύπτονται αναγκαστικά και όλοι οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου. Θα πρέπει στην αιτιολογημένη απόφαση να υπάρχει διάλογος του δικαστή με τα υπερασπιστικά επιχειρήματα και ισχυρισμούς του κατηγορουμένου που απέρριψε (είτε αυτοί είναι αυτοτελείς, είτε «εμπεριέχουν ουσιαστική αμφισβήτηση των στοιχείων της κατηγορίας σε βαθμό που να μεταβάλλουν τον προσανατολισμό του διαγνωστικού καθήκοντος του δικαστή»), διότι μόνο έτσι δίνει την εγγύηση, ότι η κατ’ άρθρον 177 ΚΠΔ ελευθερία του, δεν οδηγεί σε αυθαιρεσία.


6. Προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο

Όπως προειπώθηκε, για να έχει το δικαστήριο υποχρέωση αιτιολογημένης απάντησης σε αυτοτελή ισχυρισμό, πρέπει ο ισχυρισμός να έχει προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του. Δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως, η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστοί αυτοί στη νομική ορολογία. Πρέπει λοιπόν, ο ισχυρισμός να έχει σαφές και συγκεκριμένο περιεχόμενο και όχι αόριστο και ασαφές, δηλαδή να προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, συγκεκριμένα περιστατικά που στηρίζουν και στοιχειοθετούν την έννοιά του. Είναι η απαίτηση της σαφούς και ορισμένης προβολής δικαιολογημένη ή μήπως αποτελεί «άκρατο τυπικισμό», που διευκολύνει την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών; Είναι αλήθεια, ότι η επίκληση της αοριστίας (που καταδεικνύει και μια αστικοδικονομική νοοτροπία), ευνοεί την παράκαμψη διερεύνησης αξιοπρόσεκτων αυτοτελών ισχυρισμών.

Δεν απαιτείται, κατά τη γνώμη, μου ο κατηγορούμενος, ούτε να αναφέρει τη διάταξη που διεκδικεί εφαρμογή, ούτε και να αποδείξει τον ισχυρισμό του. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ανακριτική αρχή που διέπει την ποινική δίκη. Αλλά και μόνο το νομικό χαρακτηρισμό του ισχυρισμού να αναφέρει ο κατηγορούμενος, αν κατά την αποδεικτική διαδικασία προέκυψαν πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτό, το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει. Είναι λανθασμένη, κατά τη γνώμη μου, η άποψη του Ακυρωτικού, ότι «δεν αρκεί μόνο η επίκληση του όρου ότι εκείνος είναι "τοξικομανής", αλλά πρέπει, για τη θεμελίωσή του, να γίνεται επίκληση και των κατά την άνω διάταξη πραγματικών περιστατικών, δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών απέκτησε την έξη της χρήσης τούτων, την οποία δεν μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις», αφού η έννοια της τοξικομανίας, εμπεριέχει τη συγκεκριμένη αδυναμία του χρήστη. Δεν πρέπει να απαιτείται από τον κατηγορούμενο να αποδεικνύει τον ισχυρισμό του, αλλά αντίθετα, ενόψει και της αρχής in dubio pro reo, το δικαστήριο πρέπει να απαντήσει γιατί πείστηκε για το αντίθετο. Αντίθετα, ορθά το Ακυρωτικό ανήρεσε απόφαση του 5μελούς Εφετείου, που απέρριψε αυτοτελή ισχυρισμό περί τοξικομανίας με την αιτιολογία ότι «δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο που εισήγαγε στην ημεδαπή τη ναρκωτική ουσία ήταν τοξικομανής». Διότι ο κατηγορούμενος, έχει το βάρος προβολής ισχυρισμών που δεν προκύπτουν από τις αποδείξεις, ενώ το δικαστήριο έχει το βάρος απόδειξης και την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόρριψης του ισχυρισμού.

Όταν ο ΑΠ απαιτεί την επίκληση από τον κατηγορούμενο όλων των περιστατικών που στηρίζουν όλες τις προϋποθέσεις κατάφασης ενός αυτοτελούς ισχυρισμού, αδρανοποιεί ουσιαστικά τις δυνατότητες λειτουργίας του. Διότι ο κατηγορούμενος δεν είναι δικηγόρος ή μπορεί να μην έχει δικηγόρο ή μπορεί ο δικηγόρος του να είναι ανεπαρκής. Εδώ διαφαίνεται και ένα «ταξικό» χαρακτηριστικό της παραπάνω απαίτησης. Αυτός που έχει τη δυνατότητα να πληρώσει έναν έμπειρο ακριβοπληρωμένο ποινικολόγο που θα προβάλει τον ισχυρισμό παραδεκτά, βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τον κατηγορούμενο που είτε δεν έχει δικηγόρο είτε ο δικηγόρος του δεν είναι το ίδιο καλός. Το δικαστήριο θα πρέπει να διερευνά κάθε ισχυρισμό, ο οποίος εν σπέρματι περιέχει λόγο κατάλυσης ή μείωσης του αξιοποίνου, διότι σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει σαφής παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης. Άλλωστε και ο μη σαφώς προβληθείς ισχυρισμός, εισάγει στην ποινική διαδικασία μια αμφιβολία, ώστε να ενεργοποιείται η αρχή in dubio pro reo.


7. ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από όσα αναλύθηκαν παραπάνω, γίνεται κατανοητό, ότι η πρακτική του ΑΠ σε σχέση με την αιτιολογία των αυτοτελών ισχυρισμών, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του ΚΠΔ, για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η, αστικοδικονομικής προελεύσεως, νομολογιακή κατασκευή της διάκρισης των ισχυρισμών του κατηγορουμένου σε αυτοτελείς και μη αυτοτελείς και η συνακόλουθη διαφορετική δικονομική τους μεταχείριση, δεν είναι συμβατή με τη φύση και το χαρακτήρα της ποινικής δίκης και πρέπει κατά τη γνώμη μου να εγκαταλειφθεί.

Η παρεχόμενη στο δικαστήριο της ουσίας δυνατότητα αγνόησης των υπερασπιστικών ισχυρισμών του κατηγορουμένου (με το χαρακτηρισμό τους ως μη αυτοτελών), παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου (άρθρο 20 παρ. 1 Σ). Η παραπάνω πρακτική παραβιάζει, άλλωστε, και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 ΕΣΔΑ), το οποίο επιβάλλει –σύμφωνα με το ΕΔΔΑ – την αιτιολογημένη απάντηση του δικαστηρίου σε επιχειρήματα, ισχυρισμούς και αποδείξεις που έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την κρίση της υπόθεσης.

Ο Καρράς έχει εκφράσει την άποψη ότι το δικαστήριο πρέπει να απαντάει αιτιολογημένα στους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου που αναφέρονται σε οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό γεγονός, αρκεί αυτοί να είναι ουσιώδεις, να είναι δηλαδή ικανοί να επηρεάσουν πραγματικά την κρίση του δικαστηρίου κατ’ αντικειμενική εκτίμηση, να προτείνονται με σαφήνεια και τέλος, να αποδεικνύεται η πρότασή τους από έγγραφα στοιχεία (πχ καταχώριση στα πρακτικά με προφορική ανάπτυξη). Αυτή η άποψη είναι κατά βάση ορθή, αν εξαιρέσουμε τη δεύτερη προϋπόθεση, αυτή δηλαδή της σαφούς πρότασης. Παραπάνω, δεχθήκαμε τη θέση, ότι και ο μη σαφώς προβληθείς ισχυρισμός είναι δυνατόν να εισάγει αμφιβολίες, ώστε να ενεργοποιηθεί η in dubio pro reo και ότι το δικαστήριο οφείλει αυτεπαγγέλτως να ερευνήσει κάθε ισχυρισμό που «εν σπέρματι» ακόμα περιέχει λόγο κατάλυσης ή μείωσης του αξιοποίνου.

Ορθότερο θα ήταν να δεχτούμε, ότι το δικαστήριο θα πρέπει να ερευνά και να απαντά αιτιολογημένα σε κάθε ισχυρισμό, ανεξάρτητα από τη δικονομική του μορφή (δήλωση, ένσταση, άρνηση κατηγορίας, υπερασπιστικό ή νομικό ή πραγματικό επιχείρημα), που είναι ουσιώδης –κατά την παραπάνω έννοια– και διαθέτει «το minimum εκείνο πραγματικής στήριξης που είναι αναγκαίο» για να μεταβάλει τον προσανατολισμό του διαγνωστικού καθήκοντος του δικαστηρίου.

 
 
 

Comments


bottom of page