Αιτιολογία στις αθωωτικές αποφάσεις
- kavaliotis
- Dec 16, 2020
- 3 min read

Η νομολογία του ΑΠ συχνά εξομοιώνει την αιτιολογία των καταδικαστικών και των αθωωτικών αποφάσεων. Κατά τον ΑΠ, «επί αθωωτικών αποφάσεων και ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ) και του ότι το αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου», για την πληρότητα της απαιτούμενης από το Νόμο και το Σύνταγμα αιτιολογίας, απαιτείται να εκτίθενται «με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση», χωρίς να αρκεί «μόνη η σκέψη ότι προέκυψαν αμφιβολίες για την ενοχή του κατηγορουμένου ή ότι δεν πείσθηκε το δικαστήριο, εκτός εάν δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε εξετάστηκε μάρτυρας».
Πρώτα από όλα, θα πρέπει να επισημανθεί μια αντίφαση στις παραπάνω παραδοχές του Ακυρωτικού. Αμέσως μετά την ορθή παραδοχή, ότι αντικείμενο της απόδειξης είναι η ενοχή του κατηγορουμένου και κατά συνέπεια εάν δεν αποδειχθεί αυτή – ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας – ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος, ο ΑΠ απαιτεί την αναφορά (θετικά), στην απόφαση, των περιστατικών που θεμελιώνουν την ανυπαρξία των στοιχείων του εγκλήματος. Θεμελιώνω σημαίνει εδραιώνω, στηρίζω. Θεμελίωση όμως δεν απαιτείται για την ανυπαρξία των στοιχείων του εγκλήματος, την αθωότητα, αλλά για την ενοχή. Αυτή η απαίτηση θα ήταν σωστή, σε περίπτωση που ίσχυε τεκμήριο ενοχής. Αντίθετα, θα έπρεπε να απαιτείται η αναφορά της έλλειψης περιστατικών που θεμελιώνουν την ύπαρξη των στοιχείων του εγκλήματος, δηλαδή – ενόψει και του in dubio pro reo (η αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου) – της έλλειψης των περιστατικών που θεμελιώνουν, εδραιώνουν την ενοχή.
Στην ποινική δίκη, λοιπόν, λειτουργεί το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή «εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου» και συνεπώς αντικείμενο απόδειξης είναι η ενοχή του κατηγορουμένου και όχι η αθωότητά του. Η αξίωση όμως του Συντάγματος και του Νόμου για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφέρεται σε «κάθε δικαστική απόφαση», δηλαδή και στην αθωωτική.
Λέγεται, ότι αξίωση για αιτιολογημένη αθώωση και όχι για «συγχωροχάρτι» ή συμπτωματική αθώωση, έχει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Διότι με την κίνηση της ποινικής δίωξης, την προσωρινή κράτηση (όταν αυτή επιβάλλεται) και την παραπομπή του στο ακροατήριο, υπάρχει «τρώση της τιμής του» και κάμψη του τεκμηρίου αθωότητας τέτοια, που ο κατηγορούμενος επιθυμεί – με την αθωωτική απόφαση – την αποκατάστασή του στην κοινωνία. Αυτή η αξίωση, όμως, μόνο θεωρητική μπορεί να είναι. Το τελευταίο που ενδιαφέρει τον κατηγορούμενο (αθώο ή ένοχο) που αντιμετωπίζει την πιθανότητα επιβολής μιας βαριάς στερητικής της ελευθερίας ποινής, μετά την ψυχική ταλαιπωρία της ποινικής διαδικασίας, είναι η αιτιολογία της απόφασης που του «χαρίζει» την ελευθερία. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι δεν θα ήθελε ο αθωωθείς κατηγορούμενος, να βρεθεί ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, επειδή αναιρέθηκε η αθωωτική απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για πλημμέλεια δηλαδή ενός κρατικού λειτουργού. Δεν πρέπει να παραβλεφθεί και ο «ζήλος» του Ακυρωτικού να αναιρεί αθωωτικές αποφάσεις για έλλειψη αιτιολογίας, όταν δεν κάνει το ίδιο για καταδικαστικές.
Είναι αλήθεια, από την άλλη, ότι απαίτηση για ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αθωωτικές αποφάσεις, έχει, εκτός βέβαια από το θύμα του εγκλήματος, και η κοινωνία ολόκληρη. Ειδικά όταν κατά καιρούς, βλέπουν το φως της δημοσιότητας υποθέσεις παραδικαστικών κυκλωμάτων και διαφθοράς στο χώρο της δικαιοσύνης, η παραπάνω απαίτηση, γίνεται πιο επιτακτική, έτσι ώστε να αποκατασταθεί το κύρος της δικαιοσύνης στη συνείδηση των πολιτών. Διότι στις μη ειδικά και εμπεριστατωμένα αθωωτικές αποφάσεις «εστιάζεται κατά το πλείστο η δικαστική διαφθορά όταν εκδηλώνεται στην επ’ ακροατηρίω δίκη».
Συμπέρασμα: Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αθωωτικών αποφάσεων, επιβάλλεται από το Σύνταγμα και το νόμο, είναι προϋπόθεση της λειτουργίας του κράτους δικαίου και αξιώνεται από το θύμα του εγκλήματος – πολιτικώς ενάγοντα, αλλά και από την κοινωνία ολόκληρη. Ενόψει όμως του τεκμηρίου αθωότητας, της αρχής in dubio pro reo και του ότι αντικείμενο της ποινικής απόδειξης είναι η ενοχή του κατηγορουμένου, υπάρχουν λιγότερες αξιώσεις για την αιτιολογία των αθωωτικών αποφάσεων. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απαιτείται η παράθεση των περιστατικών που «θεμελιώνουν» την αθωότητα. Η αιτιολογημένη παραδοχή της - από τις προσαχθείσες αποδείξεις - έλλειψης περιστατικών που θεμελιώνουν την ενοχή, έτσι ώστε να δημιουργούνται (έστω και ελάχιστες) αμφιβολίες για την ενοχή, είναι αρκετή. Απαιτείται να υπάρχει ένα στοιχειώδες πλαίσιο αιτιολογίας που να εξηγεί γιατί και πώς αθωώθηκε ο κατηγορούμενος. Θα πρέπει δηλαδή το δικαστήριο να αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν προέκυψε η ενοχή του κατηγορουμένου από τις συγκεκριμένες αποδείξεις. Είναι δε αυτονόητο, ότι σε περίπτωση που υπάρχουν σοβαρά στηρίγματα της κατηγορίας, οι απαιτήσεις από την αθωωτική αιτιολογία είναι περισσότερες. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει τα στηρίγματα της κατηγορίας να αντικρούονται με αντίστοιχη σοβαρότητα στην αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης, έτσι ώστε να προκύπτει τουλάχιστον έλλογη αμφιβολία ως προς τη θεμελίωση από αυτά της ενοχής του κατηγορουμένου.
Comments